χαλκίτιδα

χαλκίτιδα
[-ιτις (-ιδος)] η
1) медная руда; 2) квасцы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλκίτιδα" в других словарях:

  • χαλκίτιδα — η / χαλκῑτις, ίτιδος, ΝΑ, γεν. και ίτεως Α ορυκτή στυπτηρία νεοελλ. (ενν. γη) μετάλλευμα χαλκού αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό 2. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ῖτις / ίτιδα (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… …   Dictionary of Greek

  • χαλκίτις — ίτιδος και ίτεως, ἡ, Α βλ. χαλκίτιδα …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»